Ζω σε μια χώρα που άλλαξε τρομακτικά τα τελευταία δυο χρόνια. Νιώθω πως όλοι μας (λίγο ή πολύ) χάσαμε τη γη κάτω απ' τα πόδια μας. Και το χαμόγελο μας... και την αισιοδοξία μας.... και τη διάθεση για δημιουργία. Αυτήν τη διάθεση είμαι υποχρεωμένη να την ξαναβρώ. Υποχρεωμένη στον εαυτό μου.
Υπάρχει μια βουβή οργή, φόβος πως τίποτα δε θα αλλάξει προς το καλύτερο. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κοιτάζει με απόγνωση τους μικρούς μου μαθητές, σαν να είναι παιδιά χωρίς μέλλον....
Τώρα πια όμως είμαι υποχρεωμένη να μιλήσω για όλα αυτά που βλέπω, που βιώνω που ακούω τον τελευταίο καιρό. Να τα κάνω λέξεις και μετά κινηματογραφικές εικόνες. Πότε προλάβαμε να γίνουμε έτσι; Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά (πολλά χρόνια πριν) που είδα άστεγο στην Αθήνα. Ήταν ένας γεράκος με καρότσι. Μέχρι τότε, άστεγους είχα δει μόνο στον κινηματογράφο. Μου έκανε τέτοια εντύπωση, που πάντα όταν έφτανα στην Κουμουνδούρου τον έψαχνα με τα μάτια, ήταν για μένα (φοιτήτρια θεάτρου, τότε) μια ευκαιρία για παρατήρηση. Και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, οι άστεγοι είναι μια καθημερινότητα. Και οι άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό. Συχνά δίπλα σε κέντρα αδυνατίσματος. Κανείς δεν με είχε προετοιμάσει για τις αντιθέσεις του πολιτισμένου μας, πρώτου κόσμου.
Κι έτσι γεννήθηκε η σκέψη για μια ταινία, που θα μιλάει για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Το πρώτο ερέθισμα ήταν η αδελφή μου που πριν απο δυο μήνες μου είπε πως δεν θα κάνει την προγραμματισμένη εγχείρηση αρθροπλαστικής. Ο γιατρός της της είπε πως δεν υπάρχουν καν γάζες, ούτε λόγος για μοσχεύματα. Το δεύτερο, ο αδελφικός μου φίλος Igor Korosec, που όταν του περιέγραψα την κατάσταση που βιώναμε, με πίεσε να μιλήσω για όλ' αυτά με μια ταινία. Να μην σιωπήσω. Κι όλοι λίγο ή πολύ, κάνουμε πως δεν βλέπουμε την κατάσταση. Σαν να μην μας αφορά, σαν η τραγωδία που συμβαίνει στη διπλανή πόρτα δε θα φτάσει ποτέ σε μας.
Ζω σε μια διαλυμένη χώρα που πεθαίνει μέρα με τη μέρα. Ζω σε μια χώρα που η ομορφιά της είναι απίστευτη και νιώθω σαν να με κυνηγούν απ' τον Παράδεισο.
Κι έτσι ήρθε η ιδέα μιας ταινίας. Μια νέα ηρωίδα που δεν έχει τίποτα να ελπίζει εδώ, που έχει χάσει τη δουλειά και το σπίτι της, που είναι αναγκασμένη να ζήσει στο δρόμο. Θέλω να την ακολουθήσω αυτήν την πρώτη μέρα της καινούριας της ζωής, όταν χάνει το όνομα της κι από άνθρωπος με ονοματεπώνυμο γίνεται απλώς μια ΝΕΟΑΣΤΕΓΗ. Προσπαθώντας να φτιάξω το σενάριο, καταλαβαίνω πως η ταινία μιλά για μένα. Αύριο μπορεί να είμαι στη θέση της εγώ.
Υπάρχει μια βουβή οργή, φόβος πως τίποτα δε θα αλλάξει προς το καλύτερο. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κοιτάζει με απόγνωση τους μικρούς μου μαθητές, σαν να είναι παιδιά χωρίς μέλλον....
Τώρα πια όμως είμαι υποχρεωμένη να μιλήσω για όλα αυτά που βλέπω, που βιώνω που ακούω τον τελευταίο καιρό. Να τα κάνω λέξεις και μετά κινηματογραφικές εικόνες. Πότε προλάβαμε να γίνουμε έτσι; Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά (πολλά χρόνια πριν) που είδα άστεγο στην Αθήνα. Ήταν ένας γεράκος με καρότσι. Μέχρι τότε, άστεγους είχα δει μόνο στον κινηματογράφο. Μου έκανε τέτοια εντύπωση, που πάντα όταν έφτανα στην Κουμουνδούρου τον έψαχνα με τα μάτια, ήταν για μένα (φοιτήτρια θεάτρου, τότε) μια ευκαιρία για παρατήρηση. Και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, οι άστεγοι είναι μια καθημερινότητα. Και οι άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό. Συχνά δίπλα σε κέντρα αδυνατίσματος. Κανείς δεν με είχε προετοιμάσει για τις αντιθέσεις του πολιτισμένου μας, πρώτου κόσμου.
Κι έτσι γεννήθηκε η σκέψη για μια ταινία, που θα μιλάει για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Το πρώτο ερέθισμα ήταν η αδελφή μου που πριν απο δυο μήνες μου είπε πως δεν θα κάνει την προγραμματισμένη εγχείρηση αρθροπλαστικής. Ο γιατρός της της είπε πως δεν υπάρχουν καν γάζες, ούτε λόγος για μοσχεύματα. Το δεύτερο, ο αδελφικός μου φίλος Igor Korosec, που όταν του περιέγραψα την κατάσταση που βιώναμε, με πίεσε να μιλήσω για όλ' αυτά με μια ταινία. Να μην σιωπήσω. Κι όλοι λίγο ή πολύ, κάνουμε πως δεν βλέπουμε την κατάσταση. Σαν να μην μας αφορά, σαν η τραγωδία που συμβαίνει στη διπλανή πόρτα δε θα φτάσει ποτέ σε μας.
Ζω σε μια διαλυμένη χώρα που πεθαίνει μέρα με τη μέρα. Ζω σε μια χώρα που η ομορφιά της είναι απίστευτη και νιώθω σαν να με κυνηγούν απ' τον Παράδεισο.
Κι έτσι ήρθε η ιδέα μιας ταινίας. Μια νέα ηρωίδα που δεν έχει τίποτα να ελπίζει εδώ, που έχει χάσει τη δουλειά και το σπίτι της, που είναι αναγκασμένη να ζήσει στο δρόμο. Θέλω να την ακολουθήσω αυτήν την πρώτη μέρα της καινούριας της ζωής, όταν χάνει το όνομα της κι από άνθρωπος με ονοματεπώνυμο γίνεται απλώς μια ΝΕΟΑΣΤΕΓΗ. Προσπαθώντας να φτιάξω το σενάριο, καταλαβαίνω πως η ταινία μιλά για μένα. Αύριο μπορεί να είμαι στη θέση της εγώ.